κακοσχόλῳ

κακοσχόλῳ
κακόσχολος
mischievous
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κακοσχολώ — κακοσχολῶ, έω (Α) [κακόσχολος] 1. (για παιδιά) δαπανώ κακώς την ώρα τής σχόλης, ξοδεύω σε σκάνδαλα, πανουργίες και διαβολιές τον καιρό μου 2. δαπανώ τον καιρό μου για ηδονή …   Dictionary of Greek

  • κακοσχολεύομαι — (Α) [κακόσχολος] παίζω κακά, ανάρμοστα, άσχημα παιχνίδια, δαπανώ άσχημα την ώρα τής σχόλης μου, κακοσχολώ* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”